ρεπουμπλικανικός

ρεπουμπλικανικός
-ή, -ό, και ρεπουμπλικάνικος -η, -ο, Ν
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο ρεπουμπλικανικό κόμμα, στον ρεπουμπλικάνο ή στον ρεπουμπλικανισμό
2. φρ. «ρεπουμπλικανικό κόμμα»
α) ονομασία πολιτικών κομμάτων διαφόρων χωρών που πιστεύουν στον ρεπουμπλικανισμό
β) το ένα από τα δύο μεγάλα κόμματα τών ΗΠΑ, αντίπαλο τού Δημοκρατικού, που ιδρύθηκε το 1854 στο Τζάκσον τού Μίσιγκαν από μια ομάδα ουίγων, δημοκρατικών και άλλων παραγόντων που ήταν αντίθετοι με τον θεσμό τής δουλείας και διαφωνούσαν με τον Νόμο περί Κάνσας-Νεμπράσκα τού 1854.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ρεπουμπλικάνος. Το επίθ. ρεπουμπλικανικός μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Ακρόπολις].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”